- κρινόντων
- κρῑνόντων , κρίνωseparatepres part act masc/neut gen plκρῑνόντων , κρίνωseparatepres imperat act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
EPHEBI — apud Athenienses dicti sunt, qui nomina sua inter Ephebos, i. e. puberes, profitebantur: cuius professionis annus legitimus erat aetatis decimus octavus. Pollux l. 8. c. 9. καὶ εἰς μὲν τοὺς Ε᾿φήβους εἰσῄεσαν εντωκαίδεκα ἔτη γενόμενοι. Cuius… … Hofmann J. Lexicon universale
επινέμω — ἐπινέμω (Α) 1. διαμοιράζω 2. απονέμω («ἡ φύσις τὰς πρὸς τὴν σύστασιν ἡμῶν ἀφορμάς ἐπινείμασα», Γρηγ. Νύσσ.) 3. βόσκω κοπάδι σε ξένο βοσκότοπο («ἐάν τις βοσκήματα ἐπινέμῃ, τάς βλάβας ὀρῶντες κρινόντων καὶ τιμώντων», Πλατ.) 4. έχω το δικαίωμα νομής … Dictionary of Greek
ευηκοώ — εὐηκοῶ, έω (Α) [ευήκοος] είμαι ευήκοος, υπακούω πρόθυμα («καὶ εὐηκοήσω τῶν ἀεὶ κρινόντων», φράση στον όρκο τών εφήβων τής αρχαίας Αθήνας) … Dictionary of Greek
δικαστήρια — Σύμφωνα με το ελληνικό Σύνταγμα (άρθρο 26) τα δ. ασκούν τη δικαστική λειτουργία του κράτους. Στην Ελλάδα, η δομή και η οργάνωση των δ. ρυθμίστηκε θεμελιωδώς, μετά τη σύσταση του Βασιλείου, από τον Οργανισμό των Δικαστηρίων και Συμβολαιογραφείων… … Dictionary of Greek